- ὑποκύψῃ
- ὑποκύπτωstoop under a yokeaor subj mid 2nd sgὑποκύπτωstoop under a yokeaor subj act 3rd sgὑποκύπτωstoop under a yokefut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόκυψη — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποκύπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκύπτω. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπόκυψις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek